σεντονιάζω

σεντονιάζω
τυλίγω με σεντόνι: Σεντονιάζω το πάπλωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σεντονιάζω — / σινδονιάζω, ΝΑ [σεντόνι / σινδόνιον] νεοελλ. ράβω σεντόνι πάνω σε πάπλωμα ή σε άλλο κλινοσκέπασμα αρχ. καλύπτω, περιβάλλω με σινδόνιον, με λεπτό λευκό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • σεντόνιασμα — το, Ν [σεντονιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σεντονιάζω …   Dictionary of Greek

  • σινδονιάζω — Α βλ. σεντονιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”